Greek Meaning of shawled
με μαντήλι
Other Greek words related to με μαντήλι
- σκεπασμένος
- Μοκετωμένο
- ντυμένος
- επικαλυμμένο
- κουρτίνα
- επισυνάπτεται
- ενδυμένος με μανδύα
- τυλιγμένος σε
- επικαλυμμένος
- τυλιγμένος
- επισυναπτόμενο
- Μανδύας
- σκεπασμένος
- καλυμμένος
- τυλιγμένος
- συγκαλυμμένο
- Τυλιγμένο
- περικύκλωση
- Κρυμμένος
- ντυμένος
- καλυμμένος
- περικυκλωμένος
- τυλιγμένος
- επικαλυμμένο
- επικάλυψη
- καλύπτω
- περιελάμβανε
Nearest Words of shawled
Definitions and Meaning of shawled in English
shawled
a square or oblong usually fabric garment or wrapper used especially as a covering for the head or shoulders, to wrap in or as if in a shawl, a square or oblong piece of woven or knitted fabric used especially as a covering for the head or shoulders
FAQs About the word shawled
με μαντήλι
a square or oblong usually fabric garment or wrapper used especially as a covering for the head or shoulders, to wrap in or as if in a shawl, a square or oblong
σκεπασμένος,Μοκετωμένο,ντυμένος,επικαλυμμένο,κουρτίνα,επισυνάπτεται,ενδυμένος με μανδύα,τυλιγμένος σε,επικαλυμμένος,τυλιγμένος
No antonyms found.
shavings => ξέσματα, shavies => shavies, shavie => shavie, shaves => ξυρίζει, shavers => ξυριστικές μηχανές,