FAQs About the word shavings

ξέσματα

something shaved off, the act of one that shaves

κομμάτια,αποκόμματα,Ζευγαρώματα,μέρη,Θρύμματα,θραύσματα,κούκλοι,σβώλοι,μερίδες,ενότητες

No antonyms found.

shavies => shavies, shavie => shavie, shaves => ξυρίζει, shavers => ξυριστικές μηχανές, shavelings => μοναχοί,