Greek Meaning of carpeted
Μοκετωμένο
Other Greek words related to Μοκετωμένο
- επικαλυμμένο
- καλυμμένος
- σκεπασμένος
- επισυνάπτεται
- επικαλυμμένο
- καλύπτω
- σκεπασμένος
- Τυλιγμένο
- περικύκλωση
- ντυμένος
- Κρυμμένος
- ντυμένος
- κουρτίνα
- περικυκλωμένος
- περιελάμβανε
- ενδυμένος με μανδύα
- τυλιγμένος σε
- τυλιγμένος
- επικαλυμμένος
- τυλιγμένος
- επισυναπτόμενο
- Μανδύας
- επικάλυψη
- με μαντήλι
- καλυμμένος
- τυλιγμένος
- συγκαλυμμένο
Nearest Words of carpeted
- carpetbagging => καιροσκοπική πολιτική
- carpetbagger => τυχοδιώκτης
- carpetbag => Ταξιδιωτική τσάντα
- carpet tack => Τσαγκαρόπανο χαλιού
- carpet sweeper => Σκούπα για χαλιά
- carpet snake => Χαλί φίδι
- carpet slipper => παντόφλες χαλιών
- carpet shark => Ταπητοκαρχαρίας
- carpet pad => υπόστρωμα χαλιού
- carpet moth => Μαλλί σκαθαριού
Definitions and Meaning of carpeted in English
carpeted (a)
covered with or as if with carpeting or with carpeting as specified; often used in combination
carpeted (imp. & p. p.)
of Carpet
FAQs About the word carpeted
Μοκετωμένο
covered with or as if with carpeting or with carpeting as specified; often used in combinationof Carpet
επικαλυμμένο,καλυμμένος,σκεπασμένος,επισυνάπτεται,επικαλυμμένο,καλύπτω,σκεπασμένος,Τυλιγμένο,περικύκλωση,ντυμένος
No antonyms found.
carpetbagging => καιροσκοπική πολιτική, carpetbagger => τυχοδιώκτης, carpetbag => Ταξιδιωτική τσάντα, carpet tack => Τσαγκαρόπανο χαλιού, carpet sweeper => Σκούπα για χαλιά,