Greek Meaning of scragged

στραγγαλισμένο

Other Greek words related to στραγγαλισμένο

Definitions and Meaning of scragged in English

Webster

scragged (a.)

Rough with irregular points, or a broken surface; scraggy; as, a scragged backbone.

Lean and rough; scraggy.

FAQs About the word scragged

στραγγαλισμένο

Rough with irregular points, or a broken surface; scraggy; as, a scragged backbone., Lean and rough; scraggy.

σκοτωμένος,σφαγμένος,μεταφέρεται,διεκδίκησε,πέθανε,μειώνω,δεκατισμένος,κατεστραμμένος,Αποστολή,κομμένος

κινούμενη,ανυψωμένο,αποκατεστημένος,αναστημένος,αναβίωσε,περιποιημένος,αναζωογονημένος

scrag end => Αποφύσεις, scrag => αδύνατος, scraffle => γράφω ανορθόγραφα, scraber => ξύστρα, scrabbly => ασαφές,