Greek Meaning of run short

Τελειώνω

Other Greek words related to Τελειώνω

Definitions and Meaning of run short in English

Wordnet

run short (v)

to be spent or finished

FAQs About the word run short

Τελειώνω

to be spent or finished

τρέξιμο,αγώνας,τροχασμός,παύλα,καλπασμός,βιάσου,άλμα,βιασύνη,τρέχω,σκούτερ

αργός περίπατος,σέρνομαι,μπουσουλώ,σύρετε,καθυστερώ,τσιμπάω,περιπατώ,Ανάμειξη,περίπατος,τριγυρνώ

run roughshod => καταπατώ, run over => παρασύρω, run out => Τελειώνω, run on => τρέχω, run off => εξαντλώ,