Greek Meaning of relatedness
Συσχέτιση
Other Greek words related to Συσχέτιση
- Συνδεδεμένος
- σύμμαχοι
- συνδεδεμένος
- συγκρίσιμος
- συνδεδεμένος
- συγγενής
- ανάλογος
- αντίστοιχος
- αλληλένδετα
- προσχώρησε
- συγγενείς
- ταιριαστό
- επίκαιρος
- παρόμοιος
- τέτοιος
- όμοιος
- κατάλληλος
- πειστικός
- Συγγενής
- έμφυτος
- Ανταποκριτής
- Σχετικό
- ταυτόσημος
- Αλληλένδετος
- σαν
- παράλληλος
- σχετικός
- παρόμοιος
- παρόμοιος
- ίδιος
- τέτοιο
Nearest Words of relatedness
- relater => αφηγητής
- relating => σχετικός
- relation => σχέση
- relation back => Αναδρομική σχέση
- relational => σχεσιακός
- relational adjective => σχετικό επίθετο
- relational database => Σχεσιακή βάση δεδομένων
- relational database management system => Συστήματα διαχείρισης σχεσιακών βάσεων δεδομένων
- relationist => Δημόσιος λειτουργός
- relations => σχέσεις
Definitions and Meaning of relatedness in English
relatedness (n)
a particular manner of connectedness
relatedness (n.)
The state or condition of being related; relationship; affinity.
FAQs About the word relatedness
Συσχέτιση
a particular manner of connectednessThe state or condition of being related; relationship; affinity.
Συνδεδεμένος,σύμμαχοι,συνδεδεμένος,συγκρίσιμος,συνδεδεμένος,συγγενής,ανάλογος,αντίστοιχος,αλληλένδετα,προσχώρησε
διαφορετικός,άλλος,άσχετο,διαφορετικός,διαφορετικός,διακριτός,διακριτικός,ποικίλος,σε αντίθεση με το,διακριτικό
related to => σχετίζεται με, related => σχετικός, relate => σχετίζεσθαι, relapsing fever => Υποτροπιάζον πυρετός, relapsing => υποτροπιάζον,