Greek Meaning of related to
σχετίζεται με
Other Greek words related to σχετίζεται με
Nearest Words of related to
- relatedness => Συσχέτιση
- relater => αφηγητής
- relating => σχετικός
- relation => σχέση
- relation back => Αναδρομική σχέση
- relational => σχεσιακός
- relational adjective => σχετικό επίθετο
- relational database => Σχεσιακή βάση δεδομένων
- relational database management system => Συστήματα διαχείρισης σχεσιακών βάσεων δεδομένων
- relationist => Δημόσιος λειτουργός
Definitions and Meaning of related to in English
related to (a)
being connected either logically or causally or by shared characteristics
FAQs About the word related to
σχετίζεται με
being connected either logically or causally or by shared characteristics
εφαρμοσμένο (σε),τρυπάω,σχετικά με,αναφέρεται (σε),πληγμένος,ανήκε (σε),ανήσυχος,αναμεμειγμένος,εμπλεκόμενος,εμπλεκόμενος
No antonyms found.
related => σχετικός, relate => σχετίζεσθαι, relapsing fever => Υποτροπιάζον πυρετός, relapsing => υποτροπιάζον, relapser => υποτροπιάζων,