FAQs About the word pothead

Definition not available

someone who smokes marijuana habitually

άτομο εθισμένο στο crack,Ταχύτητας,χασικλής,Όξινο κεφάλι,εθισμένος,Ντόπλερ,δαίμονας,τέρας ,Υπερβολική διαφήμιση,ναρκωμανής

μη χρήστης,μη εθισμένος

potful => Κατσαρολάκι, poterium sanguisorba => Βασιλικό χορτάρι, poterium => σταματόχορτο, potently => ισχυρά, potentiometer => Ποτενσιόμετρο,