Greek Meaning of popping off

εξαιρετικός

Other Greek words related to εξαιρετικός

Definitions and Meaning of popping off in English

popping off

to talk thoughtlessly and often loudly or angrily, to leave suddenly, to die unexpectedly

FAQs About the word popping off

εξαιρετικός

to talk thoughtlessly and often loudly or angrily, to leave suddenly, to die unexpectedly

αγοράζοντάς το,τσεκάροντας,ετοιμοθάνατος,πτώση,ξεκινώντας,αρχίζοντας,θάνατος,παράδοση (εμπρός),καταστροφικός,έξοδος

αναπνοή,ερχόμενος σε,ζωντανό,(είναι),υπαρκτό,επίμονος,αναβιωτικό,ακμάζων

popping (in) => Ποπ, poppets => κούκλες, popped off => ξεπήδησε, popped (in) => εμφανίστηκε, popped => σκασμένος,