Greek Meaning of pictorially

εικαστικά

Other Greek words related to εικαστικά

Definitions and Meaning of pictorially in English

Wordnet

pictorially (r)

in a pictorial manner

FAQs About the word pictorially

εικαστικά

in a pictorial manner

έκδοση,ενημερωτικό δελτίο,φύλλο,ολισθηρός,συμπλήρωμα,ταμπλόιντ,Φανζίν,ετήσιος,δίμηνο,βιβλίο

σκοτεινός, -ή, -ό,ασαφής,απροσδιόριστος,ασαφής,ασαφής,σκιαγραφημένος,ασαφές,ασαφής,ασαφής,Θολό

pictorial representation => Εικονογραφική αναπαράσταση, pictorial matter => Εικονογραφικό υλικό, pictorial => εικονογραφικός, pictor => ζωγράφος, pictographic => εικονικός,