Greek Meaning of perturbingly

perturbingly

Other Greek words related to perturbingly

Definitions and Meaning of perturbingly in English

perturbingly

causing worry, upset, or concern

FAQs About the word perturbingly

Definition not available

causing worry, upset, or concern

ανησυχητικά,Ενοχλητικά,φρικτά,τρομερά,οδυνηρά,ενοχλητικά,φοβερά,φρικτά,Ερεθιστικά,τρομερά

επωφελώς,ευλογημένος,ευτυχώς,ευτυχισμένος,βοηθητικά,ευτυχώς,άριστα,ευτυχώς,θαυμάσια,ευχάριστα

perturbations => διαταραχές, pertinaciousness => επιμονή, pertained (to) => σχετικά με, pertain (to) => αφορά, persuasions => πειθοποιήσεις,