Greek Meaning of peeping tom
peeping tom
Other Greek words related to peeping tom
- χασμουρητό
- περίεργος
- χαζοβιόλης
- Θεατής
- παρεμβολέας
- εισβολέας
- θεατής
- Φιλοπερίεργος
- κρυφοκοιτάζω
- _κουτσομπόλης_
- προσευχή
- μοχλός
- κατασκοπεύω
- σκάρφος
- κατάσκοπος
- Περιέργεια
- περίεργος
- φιλοπερίεργος
- αποκαλύπτης
- κουτσομπόλης
- παρεμβολέας
- εισβολέας
- Κιβιτζής
- Ο μεσολαβητής
- αποκαλυπτικός
- περίεργος
- θεατής
- χαφιές
- ταμίας
- φλύαρος
- κουτσομπολιό
- πληροφοριοδότης
- Πληροφοριοδότης
- Περίεργος
- Φίδι
- κλέβω
- καραφλής
- καρφί
- κουτσομπολιό
- κακός
- κουτσομπόλης
- αποκαλυπτικός
Nearest Words of peeping tom
Definitions and Meaning of peeping tom in English
peeping tom (n)
a viewer who enjoys seeing the sex acts or sex organs of others
FAQs About the word peeping tom
Definition not available
a viewer who enjoys seeing the sex acts or sex organs of others
χασμουρητό,περίεργος,χαζοβιόλης,Θεατής,παρεμβολέας,εισβολέας,θεατής,Φιλοπερίεργος,κρυφοκοιτάζω,_κουτσομπόλης_
No antonyms found.
peeping hole => κλειδαρότρυπα, peeping => κοιτώντας, peephole => κουκουνάρα, peeper => κρυφοκοιτάζω, pee-pee => κατουρώ,