Greek Meaning of parceled

συσκευασμένο

Other Greek words related to συσκευασμένο

Definitions and Meaning of parceled in English

Webster

parceled (imp. & p. p.)

of Parcel

FAQs About the word parceled

συσκευασμένο

of Parcel

διοικώ,εκχωρώ,διανέμω,διανέμω,διαίρεση,διανέμω,μερίδα,παρέχειν,Μοιράστε,διανέμω

πτώση,αρνούμαι,αρνούμαι,απορρίπτω,παρακράτηση,στερώ (από),φθονώ,απαγορεύω,στάση,διανέμω λανθασμένα

parcel post => Ταχυδρομείο δεμάτων, parcel out => διανέμω, parcel of land => Οικόπεδο, parcel => δέμα, parcae => Μοῖραι,