Greek Meaning of ornamentally

διακοσμητικά

Other Greek words related to διακοσμητικά

Definitions and Meaning of ornamentally in English

Wordnet

ornamentally (r)

in an ornamental, nonfunctional manner

Webster

ornamentally (adv.)

By way of ornament.

FAQs About the word ornamentally

διακοσμητικά

in an ornamental, nonfunctional mannerBy way of ornament.

διακοσμητικός,διακοσμώντας,όμορφος,γοητευτικός,καλλυντικά,Όμορφος,όμορφος,γοητευτικός,ελκυστικός,ελκυστικός

Λειτουργικός,ωφελιμιστικός

ornamentalist => διακοσμητής, ornamentalism => διακοσμητικότητα, ornamental => διακοσμητικός, ornament => διακόσμηση, orn => κάλπη,