Greek Meaning of mustily

μούχλα

Other Greek words related to μούχλα

Definitions and Meaning of mustily in English

Webster

mustily (a.)

In a musty state.

FAQs About the word mustily

μούχλα

In a musty state.

βρωμερός,Βρόμικος,φάουλ,ατημέλητος,ατημέλητος,φάνκι,μπαγιάτικος,Δυσώδης,δυσώδης,βρωμερός

αμβροσιακό,αρωματικός,αρωματικό,αρωματισμένο,ευωδιαστός,νόστιμο,αλμυρός,αρωματισμένος,γλυκό,ανθισμένος

musth => μουστ, mustering => συγκέντρωση, mustered => συγκεντρώθηκε, muster up => συγκεντρώνομαι, muster roll => κατάλογος,