Greek Meaning of moronic
moronic
Other Greek words related to moronic
Nearest Words of moronic
- morones => μοραίνες
- morone interrupta => Μορόνη η εναλλασσόμενη
- morone americana => Λευκή πέρκα
- morone => Μορώνη
- morology => Μορολογία
- morocco => Μαρόκο
- moroccan monetary unit => Μαροκινή νομισματική μονάδα
- moroccan dirham => Μαροκινό ντιρχάμ
- moroccan => μαροκινός
- moro reflex => αντανακλαστικό του Μόρο
Definitions and Meaning of moronic in English
moronic (s)
having a mental age of between eight and twelve years
FAQs About the word moronic
Definition not available
having a mental age of between eight and twelve years
θρασύς,απρόσεκτος,απρόσεκτος,ανοησία,ακατάλληλος,απερίσκεπτος,μη ενδεδειγμένο,ακατάλληλος,αναίσθητος,άσεμνος
ενδεδειγμένο,κατάλληλος,διακριτικός,έξυπνος,συνετός,λογικός,κατάλληλος,συνετός,λογικός,ε разумный
morones => μοραίνες, morone interrupta => Μορόνη η εναλλασσόμενη, morone americana => Λευκή πέρκα, morone => Μορώνη, morology => Μορολογία,