Greek Meaning of methodized

συστηματοποιημένη

Other Greek words related to συστηματοποιημένη

Definitions and Meaning of methodized in English

Webster

methodized (imp. & p. p.)

of Methodize

FAQs About the word methodized

συστηματοποιημένη

of Methodize

κωδικοποιημένος,τυπικοποιημένο,οργανωμένο,οργανωμένος,κανονικοποιημένο,Τυποποιημένο,συστηματοποιημένο,Συστηματικό,μέσος,ίσο

εξατομικευμένος,Εξατομικευμένο,Προσαρμοσμένο

methodize => Μεθοδολογίζω, methodization => Μεθοδοποίηση, methodists => μεθοδιστές, methodistical => μεθοδικός, methodistic => μεθοδικός,