Greek Meaning of matter-of-course

Φυσιολογικό πράγμα

Other Greek words related to Φυσιολογικό πράγμα

Definitions and Meaning of matter-of-course in English

FAQs About the word matter-of-course

Φυσιολογικό πράγμα

συνέπεια,Αποτέλεσμα,προϊόν,Αποτέλεσμα,συνισταμένη,επακόλουθο,παροπλισμός,παιδί,Συμπέρασμα,συνέπεια

βάση,βάση,επειδή,εξέταση,παράγοντας,περίσταση,λόγος,προηγούμενο,αιτιότητα,ορίζουσα

matterless => Αδιάφορο, mattering => σημαντικό, matterhorn => Matterhorn, mattered => ήταν σημαντικό, matter to => ζήτημα,