Greek Meaning of majored (in)
ειδικευμένος (σε)
Other Greek words related to ειδικευμένος (σε)
- διαπιστώθηκε
- ανιχνευμένο
- αποφασισμένος
- Ανακαλύφθηκε
- ήπιε (σε)
- ανασκαμμένο
- εξετασθεί
- ανακάλυψε
- άκουσε
- έτρεξε κάτω
- αναζητήθηκε (για)
- μελετήθηκε
- εντοπισμένο (κάτω)
- έπεσε
- απορροφάται
- αφομοιωμένος
- περιγράφεται
- χωνεμένος
- διακρίνει
- απορροφώ
- ήξερε
- απομνημονευμένος
- είδε
- φοβισμένος
- καταλαβαίνω
- εκσκαμμένο
- συλληφθεί
- Κατάλαβα
- άρπαξε
- μαθημένος
- Κατέκτησε
- παραλαβή
Nearest Words of majored (in)
- majoring (in) => με ειδίκευση στην
- majorly => κυρίως
- make a comeback => κάνω επάνοδο
- make a pretense => προσποιούμαι
- make a show => κάνω μια παράσταση
- make amends for => αποζημιώνω
- make away with => Απομακρύνω
- make common cause => Κάνω κοινή υπόθεση
- make ducks and drakes of => σπαταλώ χρήματα
- make ends meet => Τα φέρνω βόλτα
Definitions and Meaning of majored (in) in English
majored (in)
to have (a specified subject) as one's main subject of study
FAQs About the word majored (in)
ειδικευμένος (σε)
to have (a specified subject) as one's main subject of study
διαπιστώθηκε,ανιχνευμένο,αποφασισμένος,Ανακαλύφθηκε,ήπιε (σε),ανασκαμμένο,εξετασθεί,ανακάλυψε,άκουσε,έτρεξε κάτω
ξέχασα,έχασε,παρεξηγημένος,αμόρφωτος,παραμελημένος,παραβλεπόμενος
majordomos => μπάτλερ, majordomo => Μαγιορδόμος, maisonettes => Διώροφες κατοικίες, maintains => διατηρεί, mainlands => Ηπειρωτική χώρα,