Greek Meaning of lunched

γευμάτισε

Other Greek words related to γευμάτισε

Definitions and Meaning of lunched in English

Webster

lunched (imp. & p. p.)

of Lunch

FAQs About the word lunched

γευμάτισε

of Lunch

επιβιβάστηκε,Είχαν φάει πρωινό,χάλασε,έκαναν πικνίκ,δείπνησε,δείπνησε,δείπνησε έξω,Μπουχτισμένος,βοσκούν,δαγκωμένο

νηστεύοντας,δίαιτα

lunch period => διάλειμμα γεύματος, lunch meeting => Συνάντηση γεύματος, lunch meat => Κατεψυγμένα κρέατα, lunch => γεύμα, lunation => σεληνιακός μήνας,