FAQs About the word victualled

Εφοδιασμένο.

of Victual

επιβιβάστηκε,εξυπηρετήθηκε,εκμεταλλευμένος,διατηρημένος,γεμάτος,προμηθευμένος,εξυπηρετείται,περίμενε,δεξιώθηκαν,ενισχυμένος

νηστεύοντας,δίαιτα

victualing => Εφοδιασμός, victualer => προμηθευτής, victualed => εφοδιασμένος, victualage => Προμήθειες, victual => τρόφιμα,