Greek Meaning of picnicked
έκαναν πικνίκ
Other Greek words related to έκαναν πικνίκ
- έφαγε
- δείπνησε
- εκμεταλλευμένος
- βοσκούν
- δαγκωμένο
- γευμάτισε
- συμμετείχε
- αναζωογονητικό
- έφαγε σνακ
- Εφοδιασμένο.
- δεξιώθηκαν
- Είχαν φάει πρωινό
- Κόμιστρο
- γιόρτασε
- Μπουχτισμένος
- γεμάτος
- γευμάτισε
- Υπερταϊσμένος
- διάλεξε
- δείπνησε
- εφοδιασμένος
- επιβιβάστηκε
- δείπνησε έξω
- σκάψιμο
- καταβροχθίζω
- χάλασε
- Έφαγε πολύ
- καταβρόχθισα
- επανακολλημένος
Nearest Words of picnicked
Definitions and Meaning of picnicked in English
picnicked (imp. & p. p.)
of Picnic
FAQs About the word picnicked
έκαναν πικνίκ
of Picnic
έφαγε,δείπνησε,εκμεταλλευμένος,βοσκούν,δαγκωμένο,γευμάτισε,συμμετείχε,αναζωογονητικό,έφαγε σνακ,Εφοδιασμένο.
νηστεύοντας,δίαιτα
picnic shoulder => ώμος για πικνίκ, picnic ham => Πικνίκ ζαμπόν, picnic ground => χώρος πικνίκ, picnic area => Περιοχή πικνίκ, picnic => πικνίκ,