Greek Meaning of lunchroom

τραπεζαρία

Other Greek words related to τραπεζαρία

Definitions and Meaning of lunchroom in English

Wordnet

lunchroom (n)

a restaurant (in a facility) where lunch can be purchased

FAQs About the word lunchroom

τραπεζαρία

a restaurant (in a facility) where lunch can be purchased

καφέ,Καφετέρια,Ταβέρνα,μαγειρείο,εστιατόριο,εστιατόριο,καφενείο,καφετέρια,Καφέ,Εστιατόριο

No antonyms found.

lunching => Γεύμα, luncher => μεσημεριανός, luncheon voucher => δελτίο γεύματος, luncheon meeting => Επαγγελματικό γεύμα, luncheon meat => κονσερβοποιημένα κρέατα,