Greek Meaning of longingly

με λαχτάρα

Other Greek words related to με λαχτάρα

Definitions and Meaning of longingly in English

Wordnet

longingly (r)

in a yearning manner

Webster

longingly (adv.)

With longing.

FAQs About the word longingly

με λαχτάρα

in a yearning mannerWith longing.

Λαχτάρα,επιθυμία,πείνα,δίψα,παρόρμηση,πόθος,όρεξη,Ανάγκη,οδήγηση,δίψα

Αποστροφή,Αλλεργία,απέχθεια,αηδία,απροθυμία,Αντιπάθεια,Αηδία,αηδία,Ναυτία,απέχθεια

longing => πόθος, longimetry => Μακρομέτρηση, longimanous => μακρόχειρας, longiloquence => Μακρολογία, longilateral => διαμήκης,