Greek Meaning of limply
νωθρά
Other Greek words related to νωθρά
Nearest Words of limply
Definitions and Meaning of limply in English
limply (r)
without rigidity
FAQs About the word limply
νωθρά
without rigidity
μαλακός,γερμένο,χαλαρός,χαλαρός,ψηλόλιγνος,χαλαρός,χαλαρός,μαλακός,υποχωρητικός,λεπτός
στερεός,σκληρός,άκαμπτος,ανθεκτικός,άκαμπτος,στερεός,ήχος,άκαμπτος,δυνατός,γερός
limpkin => τουτουρού, limpitude => διαύγεια, limpingly => κουτσαίνοντας, limping => κουτσός, limpin => κουτσό,