Greek Meaning of lac
βερνίκι
Other Greek words related to βερνίκι
- αφθονία
- επάρκεια
- πλάτος
- περίσσεια
- πολύ
- παρουσία
- Επάρκεια
- πλούτος
- ανταμοιβή
- συμφωνία
- κατακλυσμός
- πλημμύρα
- φορτία
- πολύ
- μάζα
- βουνό
- υπεραφθονία
- υπερπροσφορά
- σωρός
- πληρότητα
- αφθονία
- αφθονία
- ποσότητα
- προμήθεια
- περίσσεια
- πλεόνασμα
- τόμος
- μπουσέλ
- κρυφή μνήμη
- Ταμείο
- ορδές
- στοίβα
- θησαυρός
- πολύς
- άπειρα
- ράμφισμα
- αφθονία
- πισίνα
- Κατσαρόλα
- Σχεδία
- σωροί
- Στοίβα
- κρυψώνα
- απόθεμα
- απόθεμα
- Αφθονία
- βαμβάκι
- φύλλα
Nearest Words of lac
- labyrinthodontia => Λαβυρινθοδόντια
- labyrinthodonta => Λαβυρινθοδόντια
- labyrinthodont => Λαβυρινθοδόντια
- labyrinthodon => Λαβυρινθοδόντια
- labyrinthitis => λαβυρινθίτιδα
- labyrinthine vein => Φλέβα λαβυρίνθου
- labyrinthine sense => Λαβυρινθώδης αίσθηση
- labyrinthine artery => Λαβυρινθική αρτηρία
- labyrinthine => λαβυρινθώδης
- labyrinthiform => λαβυρινθώδης
Definitions and Meaning of lac in English
lac (n)
resinlike substance secreted by certain lac insects; used in e.g. varnishes and sealing wax
lac (n.)
Alt. of Lakh
A resinous substance produced mainly on the banyan tree, but to some extent on other trees, by the Coccus lacca, a scale-shaped insect, the female of which fixes herself on the bark, and exudes from the margin of her body this resinous substance.
FAQs About the word lac
βερνίκι
resinlike substance secreted by certain lac insects; used in e.g. varnishes and sealing waxAlt. of Lakh, A resinous substance produced mainly on the banyan tree
απουσία,Έλλειψη,Λιτότητα,έλλειψη,έλλειψη,έλλειμμα,στέρηση,αποτυχία,λιμός,ανεπάρκεια
αφθονία,επάρκεια,πλάτος,περίσσεια,πολύ,παρουσία,Επάρκεια,πλούτος,ανταμοιβή,συμφωνία
labyrinthodontia => Λαβυρινθοδόντια, labyrinthodonta => Λαβυρινθοδόντια, labyrinthodont => Λαβυρινθοδόντια, labyrinthodon => Λαβυρινθοδόντια, labyrinthitis => λαβυρινθίτιδα,