Greek Meaning of jerk
jerk
Other Greek words related to jerk
- κλόουν
- μπουσουλώ
- σκύλος
- τζόκερ
- σκάντζοχοιρος
- βάρβαρος
- Θηρίο
- βαλβίδα εξαέρωσης
- ενοχλητικός
- παχύδερμος
- αγενής
- μούγκο
- βάρβαρος
- μαλάκας
- γύπας
- CAD
- αγροίκος
- σκατά
- ψίχουλο
- μίγμα
- καταδότης
- φτέρνα
- κυνηγόσκυλο
- Φθείρας
- αναιδής
- nerd
- ενόχληση
- χάπι
- ποντίκι
- Ερπετά
- σάπιος
- βρωμιά
- Τσίχλα
- αλήτης
- Φίδι
- ο τάδε
- χλοοτάπητας
- βρωμύλος
- χοίρος
- Βάτραχος
- βλαβερά ζώα
- Ζιζάνια
- κακός
- Μπαστάρδος
- ξεφτίλας
- καθίκι
- απατεώνας
- Γλίτσας
- κουτόφραγκος
- Μπλόκχεντ
- Σούλα (Soula)
- σπηλαιάνθρωπος
- πω πω
- Ντανκ
- ναρκωτικό
- σπασίκλα
- μπάχαλος
- θρασύς
- λαμόγιο
- απατεώνας
- κακούργος
- Νεάντερταλ
- κόνιδα
- Παξιμάδι
- παράσιτο
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- Τραχύς λαιμός
- άγριος
- κρούστα
- παλιόπαιδο
- schmo
- απόσπασμα
- σνομπ
- μούγκα
- Γαλοπούλα
- χυδαίος
- δυστυχής
- Φινκ του αρουραίου
- τεμπέλης
- Βρομιάρης
Nearest Words of jerk
Definitions and Meaning of jerk in English
jerk (n)
a dull stupid fatuous person
an abrupt spasmodic movement
(mechanics) the rate of change of acceleration
meat (especially beef) cut in strips and dried in the sun
raising a weight from shoulder height to above the head by straightening the arms
a sudden abrupt pull
jerk (v)
pull, or move with a sudden movement
move with abrupt, seemingly uncontrolled motions
make an uncontrolled, short, jerky motion
jump vertically, with legs stiff and back arched
throw or toss with a quick motion
jerk (v. t.)
To cut into long slices or strips and dry in the sun; as, jerk beef. See Charqui.
To beat; to strike.
To give a quick and suddenly arrested thrust, push, pull, or twist, to; to yerk; as, to jerk one with the elbow; to jerk a coat off.
To throw with a quick and suddenly arrested motion of the hand; as, to jerk a stone.
jerk (v. i.)
To make a sudden motion; to move with a start, or by starts.
To flout with contempt.
jerk (n.)
A short, sudden pull, thrust, push, twitch, jolt, shake, or similar motion.
A sudden start or spring.
FAQs About the word jerk
Definition not available
a dull stupid fatuous person, an abrupt spasmodic movement, (mechanics) the rate of change of acceleration, meat (especially beef) cut in strips and dried in th
κλόουν,μπουσουλώ,σκύλος,τζόκερ,σκάντζοχοιρος,βάρβαρος,Θηρίο,βαλβίδα εξαέρωσης,ενοχλητικός,παχύδερμος
κύριος,ήρωας,κυρία,Ηρωίδα,είδωλο,Πρότυπο,Άγιος,άγγελος
jerid => Jerid, jericho => Ιεριχώ, jerguer => Κουνουπίδι, jerfalcon => Γεράκι, jerez de la frontera => Χερέθ ντε λα Φροντέρα,