FAQs About the word jerkiness

σπασμωδικότητα

the quality of being spasmodic and irregular

ανώμαλος,τραχύς,ανομοιόμορφος,ανώμαλος,ασταθής,σπασμωδικός,ακανόνιστος,αναπηδητικός,σπασμωδικός,σπαστικός

λείο,σταθερός,Ήρεμος,ακόμα,ήρεμος

jerkin => χιτώνιο, jerkily => απότομα, jerked meat => Τζέρκι, jerked => σπασμωδικός, jerk off => Δεν υπάρχει άμεση μετάφραση,