Greek Meaning of jerkiness
σπασμωδικότητα
Other Greek words related to σπασμωδικότητα
Nearest Words of jerkiness
Definitions and Meaning of jerkiness in English
jerkiness (n)
the quality of being spasmodic and irregular
FAQs About the word jerkiness
σπασμωδικότητα
the quality of being spasmodic and irregular
ανώμαλος,τραχύς,ανομοιόμορφος,ανώμαλος,ασταθής,σπασμωδικός,ακανόνιστος,αναπηδητικός,σπασμωδικός,σπαστικός
λείο,σταθερός,Ήρεμος,ακόμα,ήρεμος
jerkin => χιτώνιο, jerkily => απότομα, jerked meat => Τζέρκι, jerked => σπασμωδικός, jerk off => Δεν υπάρχει άμεση μετάφραση,