FAQs About the word intactness

ακεραιότητα

the state of being unimpaired

ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,ολόκληρος,γεμάτος,τέλειο,ολόκληρος,Μεγάλος,ολοκλήρωμα,συνολικό,ατόφιο

ατελής,ατελής,μερικός,συντομευμένος,κόβω,ελαττωμένος,μειωμένη,συντομευμένο

intactible => άυλος, intactable => άυλος, intact => ανέπαφος, inswating => Εισαγωγή, inswathed => σπαργανωμένος,