Greek Meaning of intactness
ακεραιότητα
Other Greek words related to ακεραιότητα
Nearest Words of intactness
Definitions and Meaning of intactness in English
intactness (n)
the state of being unimpaired
FAQs About the word intactness
ακεραιότητα
the state of being unimpaired
ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,ολόκληρος,γεμάτος,τέλειο,ολόκληρος,Μεγάλος,ολοκλήρωμα,συνολικό,ατόφιο
ατελής,ατελής,μερικός,συντομευμένος,κόβω,ελαττωμένος,μειωμένη,συντομευμένο
intactible => άυλος, intactable => άυλος, intact => ανέπαφος, inswating => Εισαγωγή, inswathed => σπαργανωμένος,