Greek Meaning of ingathered

συλλεγμένα

Other Greek words related to συλλεγμένα

Definitions and Meaning of ingathered in English

ingathered

to gather in, assemble

FAQs About the word ingathered

συλλεγμένα

to gather in, assemble

συναρμολογημένο,ομαδοποιημένο,συλλεγέν,συμπυκνωμένος,συλλεγμένοι,συσσωματωμένος,συγκολλημένος,συγκεντρωμένοι,ενωμένος,ενωμένος

διαλυμένος,διασκορπισμένος,διασκορπισμένος,απομονωμένος,διασκορπισμένο,διαχωρισμένος,Χώρισαν,καθάρισε,διάχυτος,διαλυμένος

ingather => συλλέγειν, ingénues => Αφελείς, ingénue => αφελή κοπέλα, infuriates => εξοργίζει, infringing (on or upon) => Παραβιάζοντας (επί ή επί),