Greek Meaning of hollowly

κούφιος

Other Greek words related to κούφιος

Definitions and Meaning of hollowly in English

Wordnet

hollowly (r)

in a hollow manner

Webster

hollowly (adv.)

Insincerely; deceitfully.

FAQs About the word hollowly

κούφιος

in a hollow mannerInsincerely; deceitfully.

κοίλος,βυθισμένο,κυρτό,βαθούλωμα,καταθλιπτικός,λακκάκια,Πιάτο,Εσοχή,εσοχή,κυψελιδοειδής

βολβώδης,κυρτός,προβαλλόμενος,εξέχων,risen,πρησμένος,αεροστατική,φουσκωμένος,ανατιναγμένος,εξογκωμένος

hollowing => κούφιος, hollow-horned => κοιλοκέρατα, hollow-hearted => ανάλγητος, hollow-eyed => βουτηγμένος, hollowed => κοίλος,