Greek Meaning of green-eyed
με πράσινα μάτια
Other Greek words related to με πράσινα μάτια
Nearest Words of green-eyed
Definitions and Meaning of green-eyed in English
green-eyed (s)
suspicious or unduly suspicious or fearful of being displaced by a rival
green-eyed (a.)
Having green eyes.
Seeing everything through a medium which discolors or distorts.
FAQs About the word green-eyed
με πράσινα μάτια
suspicious or unduly suspicious or fearful of being displaced by a rivalHaving green eyes., Seeing everything through a medium which discolors or distorts.
ζηλιάρης,άπληστος,φθονερός,Ταιριαστός,Πράσινος από τη ζήλια,φθονερός,ίκτερος,κακόβουλος,αγανακτισμένος,φιλάργυρος
αλτρουιστικός,φιλάνθρωπος,γενναιόδωρος,ευγενικός,φιλανθρωπικός,καλόκαρδος,αναμάρτητος,καλοπροαίρετος
greeneye => Πράσινα μάτια, greenery => Πράσινο, greened => πράσινο, greene => Γκριν, greencloth => Πράσινο ύφασμα,