Greek Meaning of greasily
λιπαρός
Other Greek words related to λιπαρός
Nearest Words of greasily
- greasiness => λιπαρότητα
- greasing => λίπανση
- greasy => λαδερό
- greasy spoon => Λαδόκολλα
- great => μεγάλος, καταπληκτικός
- great adductor muscle => Μεγάλος προσαγωγός μυς
- great anteater => Μεγάλος μυρμηγκοφάγος
- great ape => Πίθηκος
- great arabian desert => Η Μεγάλη Αραβική Έρημος
- great attractor => Μέγας ελκυστής
Definitions and Meaning of greasily in English
greasily (r)
in a greasy manner
greasily (adv.)
In a greasy manner.
In a gross or indelicate manner.
FAQs About the word greasily
λιπαρός
in a greasy mannerIn a greasy manner., In a gross or indelicate manner.
Λιπασμένος,ολισθηρός,γυαλιστερό,Ολισθηρός,έδαφος,λιπασμένος,λαδωμένο,τρίβεται,γλιστερός,ολισθηρός
τραχύς,Τραχύς,ανομοιόμορφος,τραχύ,γρατζουνισμένο
greasewood => Κουνουπίδι, greaser => γρεσαδόρος, greaseproof paper => Λαδόκολλα, greaseproof => αδιαπέραστο από λίπος, greasepaint => Χρώματα σκηνής,