Greek Meaning of dryer

στεγνωτήρας ρούχων

Other Greek words related to στεγνωτήρας ρούχων

Definitions and Meaning of dryer in English

Wordnet

dryer (n)

an appliance that removes moisture

Webster

dryer (n.)

See Drier.

FAQs About the word dryer

στεγνωτήρας ρούχων

an appliance that removes moistureSee Drier.

άνυδρος,ξηρός,σοτάρω,Διψασμένος,άνυδρος,στεγνώνω στον αέρα,ψημένο,Ξεκρός,αφυδατωμένος,Έρημος

υγρός,υγρός,στάζει,υγρός,υγρός,κορεσμένος,βρεγμένος,Απορροφητικός,πλυμένο,βρεγμένος

dry-dock => Ξηρός ντόκος, drydock => Ξηρός λιμένας, dryden => Ντράιντεν, dry-cleaned => στεγνό καθάρισμα, dry-bulb thermometer => Θερμόμετρο ξηρού βολβού,