Greek Meaning of dryer
στεγνωτήρας ρούχων
Other Greek words related to στεγνωτήρας ρούχων
- υγρός
- υγρός
- στάζει
- υγρός
- υγρός
- κορεσμένος
- βρεγμένος
- Απορροφητικός
- πλυμένο
- βρεγμένος
- πλημμυρισμένος
- λούστηκα
- Μουσκέματος
- πνιγμένος
- πλημμυρισμένος
- μούλιασμα
- βρεγμένος
- μουσκεμένος
- βυθισμένος
- ποτισμένος
- υγρικός
- Υδαρής
- κατακλύζω
- έβρεξε
- βρεγμένο
- ενυδατωμένος
- πλημμυρισμένος
- υπερχειλισμένος
- σάλτσα
- βυθισμένος
Nearest Words of dryer
Definitions and Meaning of dryer in English
dryer (n)
an appliance that removes moisture
dryer (n.)
See Drier.
FAQs About the word dryer
στεγνωτήρας ρούχων
an appliance that removes moistureSee Drier.
άνυδρος,ξηρός,σοτάρω,Διψασμένος,άνυδρος,στεγνώνω στον αέρα,ψημένο,Ξεκρός,αφυδατωμένος,Έρημος
υγρός,υγρός,στάζει,υγρός,υγρός,κορεσμένος,βρεγμένος,Απορροφητικός,πλυμένο,βρεγμένος
dry-dock => Ξηρός ντόκος, drydock => Ξηρός λιμένας, dryden => Ντράιντεν, dry-cleaned => στεγνό καθάρισμα, dry-bulb thermometer => Θερμόμετρο ξηρού βολβού,