Greek Meaning of droughtiness

ξηρασία

Other Greek words related to ξηρασία

Definitions and Meaning of droughtiness in English

Webster

droughtiness (n.)

A state of dryness of the weather; want of rain.

FAQs About the word droughtiness

ξηρασία

A state of dryness of the weather; want of rain.

έλλειψη,έλλειψη,σκασίματα,Έλλειψη,έλλειψη,έλλειμμα,λιμός,ανεπάρκεια,ανεπάρκεια,Λιτότητα

αφθονία,επάρκεια,πλάτος,λαμπρότητα,πολύ,Επάρκεια,πλούτος,περίσσεια,υπερπροσφορά,πληρότητα

drought => ξηρασία, drough => ξηρασία, drossy => άχρηστος, drossless => χωρίς σκωρία, drossel => δροσέρα,