Greek Meaning of drossy
άχρηστος
Other Greek words related to άχρηστος
- συντρίμμια
- σκόνη
- σκουπίδια
- ερείπια
- Άχυρο
- Νεκρό ξύλο
- βρωμιά
- αναθυμιάσεις
- έκκριση
- εντόσθια
- αρνούμαι
- άθλιοι
- σκραπ
- λύματα
- Φορτηγό
- Απορρίματα
- συντρίμμια
- γαμώτο
- σκατά
- επιλέγω
- αποtrίμματα
- απορρίπτω
- χωματερή
- θαλάσσια απορρίμματα
- συντρίμμια
- ξύλο
- τίποτα
- σκουπίδια
- λαχειοφόρος αγορά
- απορρίπτω
- λείψανα
- σκουπίδια
- άχυρο
- πίνολα
- μίας χρήσεως
- μετριότητες
- πλύσιμο
- ερείπια
- σωρός από μπάζα
- χύμα
Nearest Words of drossy
Definitions and Meaning of drossy in English
drossy (superl.)
Of, pertaining to, resembling, dross; full of dross; impure; worthless.
FAQs About the word drossy
άχρηστος
Of, pertaining to, resembling, dross; full of dross; impure; worthless.
συντρίμμια,σκόνη,σκουπίδια,ερείπια,Άχυρο,Νεκρό ξύλο,βρωμιά,αναθυμιάσεις,έκκριση,εντόσθια
aρπάζω,Πολύτιμος λίθος,Κόσμημα,μαργαριτάρι,δαμάσκηνο,βραβείο,θησαυρός,Θησαυρός,θησαυρός,Λεία
drossless => χωρίς σκωρία, drossel => δροσέρα, dross => σκωρία, drosophyllum lusitanicum => Δροσόφυλλο της Πορτογαλίας, drosophyllum => Δροσέρας,