Greek Meaning of devisable
Διανεμητέο
Other Greek words related to Διανεμητέο
Nearest Words of devisable
Definitions and Meaning of devisable in English
devisable (a.)
Capable of being devised, invented, or contrived.
Capable of being bequeathed, or given by will.
FAQs About the word devisable
Διανεμητέο
Capable of being devised, invented, or contrived., Capable of being bequeathed, or given by will.
επινοώ,κατασκευή,εφεύρω,σκέφτομαι,συλλαμβάνω,Επινοώ,σχεδιασμός,Κατασκευή,Παραγωγή,σκέφτομαι (πάνω)
κλώνος,Αντίγραφο,αντίγραφο,μιμούμαι,μιμητής,αναπαράγω,αναπαράγω,μιμητής,διπλασιάζω
devirginate => Απαρθενεύω, deviousness => δολιότητα, deviously => κατ' επιβουλήν, devious => ύπουλος, devil-worship => Λατρεία του διαβόλου,