Greek Meaning of devilship
διαβολία
Other Greek words related to διαβολία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of devilship
- devil's weed => το χόρτο του διαβόλου
- devil's walking stick => Ραβδί διαβόλου
- devil's urn => Βάζο του διαβόλου
- devil's turnip => χρένο
- devil's tongue => γλώσσα του διαβόλου
- devil's milk => γάλα του διαβόλου
- devil's food cake => Κέικ του διαβόλου
- devil's food => Το φαγητό του διαβόλου
- devil's flax => αρκογούλι
- devil's fig => συκιά του διαβόλου
Definitions and Meaning of devilship in English
devilship (n.)
The character or person of a devil or the devil.
FAQs About the word devilship
διαβολία
The character or person of a devil or the devil.
No synonyms found.
No antonyms found.
devil's weed => το χόρτο του διαβόλου, devil's walking stick => Ραβδί διαβόλου, devil's urn => Βάζο του διαβόλου, devil's turnip => χρένο, devil's tongue => γλώσσα του διαβόλου,