Greek Meaning of counterpoise
αντίβαρο
Other Greek words related to αντίβαρο
Nearest Words of counterpoise
- counterpoised => εξισορροπημένος
- counterpoison => αντίδοτο
- counterpose => αντιπαραβάλλω
- counterpreparation fire => Ετοιμοπαράσκευη πυρά
- counterproductive => αντενδεδειγμένος
- counterproposal => αντίπρόταση
- counterpunch => αντεπίθεση
- counterreformation => Αντιμεταρρύθμιση
- counterrevolution => Αντεπανάσταση
- counterrevolutionary => αντιεπαναστατικός
Definitions and Meaning of counterpoise in English
counterpoise (n)
a weight that balances another weight
counterpoise (v)
constitute a counterweight or counterbalance to
FAQs About the word counterpoise
αντίβαρο
a weight that balances another weight, constitute a counterweight or counterbalance to
ισορροπία,ισορροπία,εξισορρόπηση,ισορροπία,ηρεμία,στάση,αντίβαρο,Στερεότητα,Σταθερότητα,μετατόπιση
ανισορροπία,ανισορροπία,αστάθεια,ανισορροπία,ανισορροπία,ανισορροπία,διακύμανση,ανασφάλεια,Μεταβλητότητα,αστάθεια
counterpoint => αντίστιξη, counterplot => Αντί-πλοκή, counterplea => αντέγκληση, counterplay => αντεπίθεση, counterplan => αντιπρόταση,