Greek Meaning of counterpoint

αντίστιξη

Other Greek words related to αντίστιξη

Definitions and Meaning of counterpoint in English

Wordnet

counterpoint (n)

a musical form involving the simultaneous sound of two or more melodies

Wordnet

counterpoint (v)

to show differences when compared; be different

write in counterpoint

FAQs About the word counterpoint

αντίστιξη

a musical form involving the simultaneous sound of two or more melodies, to show differences when compared; be different, write in counterpoint

συμπλήρωμα,αντίθεση,Φύλλο,αντίθεση,Αντώνυμο,αντίθετος,συζητώ,συσχετίζειν,μετρητής,αντίστροφο

αναλογικό,αναλογικό,Αντίγραφο,ισοδύναμο,συνώνυμο,αντίγραφο,Αντίγραφο με άνθρακα,Αντίγραφο

counterplot => Αντί-πλοκή, counterplea => αντέγκληση, counterplay => αντεπίθεση, counterplan => αντιπρόταση, counterperson => Υπάλληλος γκισέ,