Greek Meaning of counterpoison
αντίδοτο
Other Greek words related to αντίδοτο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of counterpoison
- counterpose => αντιπαραβάλλω
- counterpreparation fire => Ετοιμοπαράσκευη πυρά
- counterproductive => αντενδεδειγμένος
- counterproposal => αντίπρόταση
- counterpunch => αντεπίθεση
- counterreformation => Αντιμεταρρύθμιση
- counterrevolution => Αντεπανάσταση
- counterrevolutionary => αντιεπαναστατικός
- counterrevolutionist => αντεπαναστάτης
- counter-revolutionist => αντεπαναστάτης
Definitions and Meaning of counterpoison in English
counterpoison (n)
a remedy that stops or controls the effects of a poison
FAQs About the word counterpoison
αντίδοτο
a remedy that stops or controls the effects of a poison
No synonyms found.
No antonyms found.
counterpoised => εξισορροπημένος, counterpoise => αντίβαρο, counterpoint => αντίστιξη, counterplot => Αντί-πλοκή, counterplea => αντέγκληση,