FAQs About the word co-publishing

Συνέκδοση

to publish (something) jointly

συμβάλλοντα,Επεξεργασία,να βγω έξω,έκδοση,έκδοση,βάζω έξω,κατασκευή,μάρκετινγκ,παραγωγική,επανέκδοση

κατασταλτικός,Λογοκρισία

copublishing => Συνέκδοση, co-published => Συν-δημοσιευμένο, copublished => Συν-εκδοθεί, copublish => Συνεκδίδω, copter => ελικόπτερο,