FAQs About the word co-published

Συν-δημοσιευμένο

to publish (something) jointly

εκδόθηκε,εκτυπωμένο,δημοσιευμένα,συνεισέφερε,<br> επεξεργασμένο<br>,βγήκε έξω,σβήνω,επανεκδόθηκε,επανεκτυπωμένο,Επανεκδόθηκε

καταπιεσμένη,λογοκριμένος

copublished => Συν-εκδοθεί, copublish => Συνεκδίδω, copter => ελικόπτερο, copses => Πτώματα, cops => αστυνομικοί,