Greek Meaning of clayish
αργιλώδης
Other Greek words related to αργιλώδης
- χρώματα
- φύση
- προσωπικότητα
- εαυτό
- τόνος
- Χαρακτήρας
- χαρακτηριστικός
- επιδερμίδα
- σύνθεση
- Σύνταγμα
- διάθεση
- διάνοια
- πνεύμα
- χαρακτηριστικό
- διακριτότητα
- διακριτότητα
- Δέσμευση
- Ουσία
- χαρακτηριστικό
- Γεύση
- δημητριακά
- συνήθεια
- χαρακτηριστικό
- ατομικότητα
- εσωτερικός
- μακιγιάζ
- Σήμα
- μέταλλο
- σημείο
- ιδιοκτησία
- απολαμβάνω
- απολαμβάνω
- μοναδικότητα
- διαλέγω
- ψυχή
- Γραμματόσημο
- πράγματα
- Ουσία
- ταμπεραμέντο
- ιδιοσυγκρασία
- χαρακτηριστικό
- μοναδικότητα
- τρόπος
Nearest Words of clayish
Definitions and Meaning of clayish in English
clayish (a.)
Partaking of the nature of clay, or containing particles of it.
FAQs About the word clayish
αργιλώδης
Partaking of the nature of clay, or containing particles of it.
χρώματα,φύση,προσωπικότητα,εαυτό,τόνος,Χαρακτήρας,χαρακτηριστικός,επιδερμίδα,σύνθεση,Σύνταγμα
No antonyms found.
claying => πηλός, clayey => αργιλώδης, clayed => αργιλώδες, clay-colored robin => Πηλοκότσυφας, clay sculpture => πήλινο γλυπτό,