Greek Meaning of choke off

choke off

Other Greek words related to choke off

Definitions and Meaning of choke off in English

Wordnet

choke off (v)

suppress

become or cause to become obstructed

FAQs About the word choke off

Definition not available

suppress, become or cause to become obstructed

αποκόβω,καταπιέζω,γυρίζω πίσω,συγκρατώ,μπλοκ,κλήση,Συμπεραίνουμε,διακόπτω,συντάσσειν,τέλος

Συνέχισε,συνεχίζω,Συνεχίζω,τρέχω,συνεχίζω (σε),πρόοδος,τιμή,ακολουθώ,Μάρτιος,κινώ

choke hold => Αποπνικτικός εναγκαλισμός, choke down => Πνιγμός, choke damp => ασφυκτικό αέριο, choke coil => πηνίο πνιγμού, choke back => καταπνίγω,