Greek Meaning of catholicize

καθολικίζω

Other Greek words related to καθολικίζω

Definitions and Meaning of catholicize in English

Wordnet

catholicize (v)

cause to adopt Catholicism

Webster

catholicize (v. t. & i.)

To make or to become catholic or Roman Catholic.

FAQs About the word catholicize

καθολικίζω

cause to adopt CatholicismTo make or to become catholic or Roman Catholic.

γενικός,απεριόριστος,απεριόριστος,γενικής χρήσης,ευέλικτος,γενικού σκοπού,πολλαπλών χρήσεων,ανειδίκευτος,μη εξειδικευμένος,αδιευκρίνιστο

περιορισμένος,περιορισμένος,περιορισμένος,ειδικευμένος,τεχνικός,οριοθετημένο,ορισμένος,πεπερασμένος,κατάλληλος,επιλεκτικός

catholicity => καθολικότητα, catholicism => Καθολικισμός, catholicise => καθολικοποιώ, catholical => καθολική, catholic school => Καθολικό σχολείο,