Greek Meaning of bondable

δεσμευτικό

Other Greek words related to δεσμευτικό

Definitions and Meaning of bondable in English

Wordnet

bondable (s)

capable of being fastened or secured with a rope or bond

capable of holding together or cohering; as particles in a mass

FAQs About the word bondable

δεσμευτικό

capable of being fastened or secured with a rope or bond, capable of holding together or cohering; as particles in a mass

δέσιμο,Βραχιόλι,αλυσίδα,εγκλεισμός,χειροπέδες,Συγκρότημα,αιχμαλωσία,γιακάς,περιορισμός,μανσέτες

αποσπώντας,αποσύνδεσης,χωρισμό,Αποχωρισμός,ελευθέρωση,ελευθερία,απελευθέρωση,Απελευθέρωση,απόδεση,αποδέσμευση

bond trading => Εμπόριο ομολόγων, bond service => εξυπηρέτηση ομολόγων, bond servant => Δούλος δεμένος, bond rating => Αξιολόγηση ομολόγων, bond paper => χαρτί ομολόγων,