Greek Meaning of blazingly

Φωτεινά

Other Greek words related to Φωτεινά

Definitions and Meaning of blazingly in English

blazingly

burning very brightly and intensely, of outstanding power, speed, heat, or intensity

FAQs About the word blazingly

Φωτεινά

burning very brightly and intensely, of outstanding power, speed, heat, or intensity

Τυφλωτικά,φωτεινό,λαμπρά,καυτερά,Έντυπωσιακά,φλογερός,Λαμπερά,λαμπερά,λαμπερά,λαμπερά

σκοτεινά,αμυδρά,θαμπό,ασαφής,μελαγχολικά,σκοτεινά,μελαγχολικά,συννεφιασμένος,σκοτεινά,ύπουλα

blazing (at) => 🔥 (σε), blazes => φλόγες, blazed (at) => φλογισμένο (από), blaze (up) => φουντώνω, blaze (at) => φλέγομαι (σε),