Greek Meaning of flaringly
κραυγαλέα
Other Greek words related to κραυγαλέα
Nearest Words of flaringly
Definitions and Meaning of flaringly in English
flaringly (adv.)
In a flaring manner.
FAQs About the word flaringly
κραυγαλέα
In a flaring manner.
Τυφλωτικά,τρανταζόμενα,κατάφωρα,λαμπερά,με ιριδίζουσες ανταύγειες,Φωτεινά,καυτερά,φλογερός,διαυγώς,φωτεινό
σκοτεινά,αμυδρά,θαμπό,σκοτεινά,μελαγχολικά,ασαφής,μελαγχολικά,συννεφιασμένος,σκοτεινά,σκιερά
flaring => φλεγόμενος, flare-up => έξαρση, flared => φαρδύ, flare up => εκλάμψει, flare star => αναλαμπιαίος αστέρας,