Greek Meaning of cloudily

συννεφιασμένος

Other Greek words related to συννεφιασμένος

Definitions and Meaning of cloudily in English

Webster

cloudily (adv.)

In a cloudy manner; darkly; obscurely.

FAQs About the word cloudily

συννεφιασμένος

In a cloudy manner; darkly; obscurely.

σκοτεινά,σκοτεινά,μελαγχολικά,ασαφής,ύπουλα,σκιερά,μελαγχολικά,αμυδρά,σκοτεινά,θαμπό

φωτεινό,λαμπρά,λαμπρά,Έντυπωσιακά,Λαμπερά,λαμπερά,λαμπερά,λαμπερά,λαμπερά,υπέροχα

clouded => συννεφιασμένος, cloud-cuckoo-land => Παραδείσι, cloud-covered => συννεφιασμένος, cloud-compeller => κυνηγός των νεφών, cloud-capped => συννεφιασμένος,